κατακρώζω

κατακρώζω
κατακρώζω (Α)
κράζω επανειλημμένα σαν κοράκι εναντίον κάποιου, ενοχλώ κάποιον κράζοντας («πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κρώζω «κράζω, κραυγάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατακρώζουσι — κατακρώζω croak at pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατακρώζω croak at pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρώζεις — κατακρώζω croak at pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρώζω — (AM κρώζω) 1. (για τον κόρακα, την κουρούνα ή άλλα πτηνά) εκβάλλω κρωγμούς, φωνάζω κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρυζα κορώνη», Ησίοδ.) 2. (για πρόσωπα) κραυγάζω με βραχνή φωνή («τοῡτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», Αριστοφ.) αρχ. (για άμαξα) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”